Αρχική Σελίδα » Ιστορία

...Από διακόσια χρόνια κι απάνω από σήμερα οι Σαντορνιοί καραβοκυραίοι, που είτανε και έμποροι κρασιών, είχαν εγκατασταθεί στα νότια λιμάνια της Ρωσίας. Κι εκεί με την ανήκουστη τιμιότητα και εργατικότητά τους κατόρθωσαν να θεμελιώσουν μιά από τις μεγαλύτερες και πιο πολυάνθρωπες ελληνικές παροικίες...Πλούσια σπίτια και μεγάλα μαγαζιά είχανε χτίσει στην Οδησσό, στο Ταϊγάνι, στο Αζώφ, ακόμη και στη Μόσχα είχανε φτάσει.....Κι εκεί πάντα πλούσια φιλοξενία και πατριωτική συμπαράσταση και ενίσχυση βρίσκανε οι εκεί καταφεύγοντες συμπατριώτες μας. Αλλά πάντα τα των ανθρώπων εφήμερα και πρόσκαιρα....Από μια κλωστή κρέμουνται και δόξες και πλούτη και υπάρχοντα, πλην κανένας μας δεν συλλογίζεται ούτε και σκοτίζεται, περί τα τοιαύτα....Κι έτσι όταν ξέσπασε η Επανάσταση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917, όλα γκρεμιστήκανε. Κι όσοι διαφύγανε το θάνατο, γυρίσανε στο νησί μας, άλλοι με ολόκληρες κασέλες, γεμάτες από χάρτινα ρούμπλια, που σε λίγο δεν κάνανε ούτε για χαρτί ταπετσαρίας κι άλλοι ρακένδυτοι και πενόμενοι. Γέμισε το νησί με τους εκ Ρωσίας ομογενείς, που είταν όλοι τους πένητες. Εκτός από ελάχιστους, που είχανε την τύχη και είχανε μια μικρή κτηματική περιουσία ή είχανε χρήματα στις δικές μας Τράπεζες.

Κι ένα τέτοιο αντρόγυνο είτανε ο Ευθύμιος Αναπλιώτης κι η γυναίκα του Θεοδοσία, το γένος Ιακώβου Πελέκη, που γέροντες σχεδόν και άκλεροι είχαν έρθει στη Γωνιά.

Αδελφή της μακαρίτισσας Ειρήνης -της πρεσβυτέρας του παπά Μακαρίου- είτανε η κερά Θεοδοσία  και γιαυτό καθημερινώς ανεώρευε στο σπίτι του. Μάλιστα από την ημέρα, που είχε έρθει ο Τοποτηρητής (ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Κολλιόπουλος), η έγνοια της διπλασιάστηκε. Και σαν πλούσια ανταμοιβή το θεωρούσε, που μένοντας τα περισσότερα βράδια κοντά τους με τον άντρα της, άκουγε τις σοφές κουβέντες του αδελφού Ιγνατίου, που σε κάθε ζήτημα έδινε πάντα την καλλίτερη λύση.

Κι ένα καλοκαιριάτικο βράδι, που απόδειπνα είτανε καθισμένοι στην αυλή κι απολαμβάνανε τη σιωπή της όμορφης νύχτας, λέει ο μπάρμπα-Ευθύμιος.

- Αδελφέ Ιγνάτιε!...Έχω μιά ιδέα και θάθελα ν' ακούσω τη γνώμη σου. Επειδή το τέλος μας πλησιάζει, αποφασίσαμε εγώ και η Θεοδοσία, με τα λίγα χρήματα που έχουμε, να χτίσουμε και να συμμορφώσουμε το Νεκροταφείο του χωριού. Τι λέτε και εσείς;

Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Τοποτηρητή. Και γυρίζοντας προς το μέρος του παπά-Μακαρίου είπε:

- Έχω τη γνώμη, πως με τη φτώχεια που έχει ο τόπος σας, που αναγκάζει τους ανθρώπους καθημερινώς να ξενιτεύωνται, γρήγορα θάχετε ανάγκη από πελάτες για το Νεκροταφείο σας. Γιαυτό νομίζω πως η θυσία σας θα είναι άσκοπη και ασφαλώς κάτι καλλίτερο πρέπει να σκεφτούμε κι οι τέσσερίς μας.

Και ξαφνικά, λες και κείνη ακριβώς τη στιγμή του ήρθε η φώτιση κι η έμπνευση λέει: Τι γνώμη θα είχατε, αν κάνατε ένα... Πτωχοκομείο!


- Γεροντοκομείο;... Και με τι χρήματα, αδελφέ Ιγνάτιε;....Με τις πέντε ζευγαριές και τις δέκα χιλιάδες, που έχουμε, είναι δυνατόν να συντηρηθεί ένα Πτωχοκομείο;....αποκρίθηκε ο γέρο Ευθύμιος και τους κοίταξε γεμάτος απορία.

- Δύσκολο, νομίζω πως είναι, αποκρίθηκε ο παπά-Μακάριος. Μα για να το λέει ο Ιγνάτιος, κάτι θα έχει σκεφτεί.

- Από μήνες στριφογύριζε η σκέψη αυτή στο μυαλό μου, είπε σοβαρά ο Ιγνάτιος. Βλέποντας τη φτώχεια του νησιού μας σκεπτόμουνα διαρκώς το πως θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους γέροντας. Και να που ήρθε η ώρα. Δυσκολίες θα συναντήσετε πολλές. Αν όμως πιστέψετε στο έργο και στην αποστολή σας όλα θα γίνουν εύκολα. Έπειτα σ΄ένα τέτοιο έργο ποτές δεν θα μείνετε μόνοι κι αβοήθητοι. Ο Κύριος θα είναι μαζύ σας πάντα. Μη διστάζετε!.

- Μα πως, με ποιόν τρόπο; ετόλμησε να ρωτήσει η Θεοδοσία.

- Απλούστατα, συνέχισε ο πατήρ Ιγνάτιος, που είχε σηκωθεί και βημάτιζε, λες και βρισκότανε σε υπερδιέγερση. Το σπίτι σας θα γίνει το....πρώτο κατάστημα του Γηροκομείου. Και το προσωπικό του θα είστε εσύ και ο σύζυγός σου, αγαπητή Θεοδοσία!... Εαν εζούσαν οι γονείς σαςδεν θα τους περιποείσθε;....Τι σημασία έχει αν είναι άγνωστοι;...Ο Θεός θα είναι μαζί σας. Κουράγιο. Μη διστάζετε. Ο αδελφός Μακάριος έχει περισσότερη εργασία από σας. Εκείνος θα φροντίσει τα πάντα. Απόφασις και μόνο χρειάζεται. Για τούτο, ας πάμε να προσευχηθούμε και ο Κύριος, ας μας φωτίσει!...

Δεν είταν ανάγκη να το πολυσκεφτούνε και να το πολυκουβεντιάσουνε το ζήτημα. Ο Ιγνάτιος τους είχε πείσει και τους τρείς και τώρα δεν είχανε πια κανένα δισταγμό. Και είτανε βέβαιοι πως το έργο τους δεν θα αποτύγχανε. Ο Θεός θα μας βοηθήσει!...λέγανε. Και το γερασμένο ζευγάρι ένοιωσε ξαφνικά ένα παράξενο ενθουσιασμό, που χωρίς να ξέρουνε κι αυτοί το γιατί νοιώθανε τον εαυτό τους να έχει ξανανειώσει. Τώρα είχανε κάποιο προορισμό στην άδεια ζωή τους, κάποιο σκοπό, κι αυτό τους γέμιζε ενθουσιασμό!....

Κι έτσι: "Κατά την 22' Ιουλίου 1920 οι αοίδιμοι σύζυγοι Ευθύμιος και Θεοδοσία Αναπλιώτη, δια της υπ' αριθ. 1169 δηλώσεως αυτών γενομένης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Καλλίστης Γ. Αλαφούζου, παρεχώρουν άπασαν την κινητήν αυτών περιουσίαν ίνα επί τη βάσει ταύτης ιδρυθή εν Έξω Γωνιά και εν τη αυτόθι οικία των Πτωχοκομείον, εν ω να περιθάλπονται κατά το γήρας αυτών οι απόκληροι της Θηραϊκής κοινωνίας"......

Μέρες πικρές και νύχτες φαρμακερές περάσανε κι οι τρεις στυλοβάτες του Πτωχοκομείου, ως που να ετοιμαστεί και να δεχτεί τους πρώτους φτωχούς κι απόκληρους της Σαντορίνης.

Κι όταν την πρώτη Ιανουαρίου 1922 έγιναν τα εγκαίνια, δάκρυα χαράς τρέχανε στα μάτια των δυο γερόντων: του Ευθυμίου και της Θεοδοσίας Αναπλιώτη. Ενώ σοβαρός κι αμίλητος ο παπά-Μακάριος σκεπτότανε πως τώρα άρχιζε ο πραγματικός αγώνας.

....Με το δισάκι του διακονάρη πήρε το δρόμο για τα χψριά του νησιού ζητώντας τη βοήθεια του καθενός για το Πτωχοκομείο, που τώρα λειτουργούσε με εικοσιπέντε τρόφιμους. Μα και στην Αθήνα και στον Πειραιά έτρεχε για να βρει είτε τους πλούσιους είτε τους παλιούς μαθητάς του, που πρόθυμα ενισχύανε το έργο του.

Θα σας κούραζα πολύ γράφοντας σας, εκείνους που με κάθε τρόπο ενισχύσανε το Πτωχοκομείο. Άλλωστε τα ονόματά τους είναι γνωστά σ' όλους τους Σαντορνιούς και πριν απ' όλα τα γνωρίζει ο Κύριος!...

Ένα μονάχα μπορώ να πω (κι αυτό το ξέρουν όλοι) πως αν δεν υπήρχε ο αείμνηστος Παπά-Μακάριος δεν θα υπήρχε το Πτωχοκομείο της Σαντορίνης. Όχι μονάχα γιατί έβαλε τα θεμέλια γερά και ακλόνητα του Ιδρύματος αυτού. Μα γιατί επί τριάντα ολόκληρα χρόνια εστάθηκε ο οδηγός όλων εκείνων, που με σύνεση, αφοσίωση και ανιδιοτέλεια εργαστήκανε και εργάζονται για τη διατήρηση του Πτωχοκομείου μας!...

Το πέρασμα ενός ανθρώπου από το νησί μας, του Αρχιμανδρίτου Ιγνατίου Κολλιόπουλου, είτανε φωτεινό. Η ζωή ενός άλλου, του Αρχιμανδρίτου Μακαρίου Σιγάλα, είτανε το ζωντανό παράδειγμα του αγωνιστού. Τα λίγα χρήματα ενός ταπεινού ανδρογύνου, του Ευθυμίου και της Θεοδοσίας Αναπλιώτη, είταν ο "οβολός της χήρας".